- υδατόστρωμα
- το, -ατοςστρώμα νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδατόστρωμα — το, Ν στρώμα νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στρώμα. Η λ., στον πληθ. ὑδατοστρώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek